Νήπιο χωρισμένων γονιών

Υπάρχει μια ενοχή που ξεκινά πάντα απ'το εξής δίλημμα: Είμαι πολύ καμμένη που γράφω βιωματικά στο blog μου; Ή ψώνιο ή εγωκεντρική;
Μετά θυμάμαι ότι είναι το blog μου κι ότι ο πρωταρχικός σκοπός του blogging ήταν ακριβώς αυτός. Όπως και ο σκοπός του Facebook ήταν να κρατήσεις επαφή με παλιούς συμμαθητές/συμφοιτητές κάτι που οι περισσότεροι θα αποφεύγαμε με κάθε κόστος.





Τέλος πάντων, διαβάζω κάτι, ανακαλώ μνήμες, θέλω να γράψω κι ίσως σας φανεί ενδιαφέρον. Αυτό κάνω.

Μετά τον εξαγνιστικό μου πρόλογο, στο θέμα μας: Πως είναι να 'σαι παιδίστονηπιαγωγείο χωρισμένων γονιών την δεκαετία του '90. Ή πως να 'σαι εγώ στο νηπιαγωγείο το 1995. Βασικά, το δεύτερο.

Δεν είμαι ακριβώς παιδί χωρισμένων γονιών δεδομένου ότι δεν τους έζησα ποτέ παντρεμένους και μάλιστα τον πατέρα μου δεν τον έζησα ποτέ. Πρόλαβαν να χωρίσουν δικαίως όταν ήμουν βρέφος. Ο πατέρας μου ήταν ένα φάντασμα που ζούσε κάπου σε αυτό τον πλανήτη, που δε με αγαπούσε, δε με ήθελε, δε μου έπαιρνε Barbie τα Χριστούγεννα και που δεν ήταν η μαμά μου

Σήμερα οι χωρισμοί των ζευγαριών όλο και αυξάνονται οπότε φαντάζομαι ότι σε μία τάξη Δημοτικού, τα παιδιά "χωρισμένων γονιών" είναι ο μισός πληθυσμός της τάξης αν όχι και περισσότερο.

Πριν 20 χρόνια όμως, όταν πρωτοπήγα στο νηπιαγωγείο, ήμουν τόσο σπάνια όσο ένα εξωτικό πουλί. Ήμουν η μάινα που λάτρευαν παιδιά και γονείς παιδιών, κυρίως γονείς παιδιών, να παρατηρούν μέσα στο κλουβί της. Ίσως όχι τόσο τραγικά, δε με ενοχλούσε γιατί δεν το καταλάβαινα ακριβώς τότε. Τώρα όμως όσο θυμάμαι τα τότε περιστατικά, εκνευρίζομαι, θυμώνω και σιχαίνομαι ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους που ζουν από το κουτσομπολιό.

Τα δύο χρόνια του νηπιαγωγείου ήταν ίσως η μόνη εποχή που με απασχόλησε τόσο έντονα η ταμπέλα "χωρισμένοι γονείς". Μόλις είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι τα άλλα παιδιά δεν ήταν έτσι κι ότι ήμουν το διαφορετικό. Στο νηπιαγωγείο σε αντίθεση με το Δημοτικό-Δημοτικό, είχαμε άπλετο χρόνο για συζητήσεις. Και μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ΟΝΤΩΣ συζητούσαμε. Οπότε, εκεί που παίζαμε με πλαστελίνες ξεκινούσαν πολιτικές συζητήσεις ("Εσύ που είσαι ΠΑΣΟΚ -οι δικοί σου- είσαι Παναθηναϊκός. Εγώ που είμαι ΚΚΕ - οι δικοί μου- είμαι Ολυμπιακός" - δική μου ατάκα, I'm still very proud of it.), πολιτιστικές συζητήσεις ("Η Ευρυδίκη είναι πολύ καλύτερη από την Άννα Βίσση γιατί είναι από την Κύπρο", "Μααα κι η Βίσση από την Κύπρο είναι." "Δεν σε ξαναπαίζω εσένα") και φυσικά κοινωνικές συζητήσεις.

Οι κοινωνικές συζητήσεις στο νηπιαγωγείο μεταφράζονται σε "Τα κουτσομπολιά που άκουσα να λέει χθες το βράδυ η μαμά μου στο τηλέφωνο στη μαμά του Θανάση". Για κάποιο λόγο η μητέρα μου απείχε από κάθε τέτοια αλληλεπίδραση με τις μητέρες των άλλων, δεν είχε φίλη τη μαμά μου Γιώργου και αν και τότε με εκνεύριζε αυτό, τώρα την ευχαριστώ -όπου κι αν είναι.

Η μητέρα μου με είχε προετοιμάσει για όλα τα πιθανά σενάρια. Τι να απαντήσω όταν και άμα με ρωτήσουν τα παιδάκια στο σχολείο για τον μπαμπά μου.
Δε με είχε προετοιμάσει για την κακία που θα με μπέρδευε τόσο πολύ όμως. Μάλλον για την κακία των ανθρώπων, ακόμα και για των μικρών ανθρώπων -κληροδότημα των γονιών τους- δεν μπορεί να σε προετοιμάσει κανείς.

Το μυστικό μου δεν ήταν μυστικό γιατί όπως και να το κάνεις, ζούμε σε μια μικρή γειτονιά του Πειραιά και το 1995 ήμουν το μοναδικό παιδί της χρονιάς μου με διαζύγιο στο ιστορικό των γονιών μου. Όμως μέχρι εκείνη την ημέρα κανένα παιδί δεν είχε αναφερθεί στον μπαμπά μου. Δεν με είχε ρωτήσει ποτέ κανείς, δε χρειάστηκε να αναφέρω ποτέ τίποτα. Θα πίστευες πως δε θα χρειαζόταν.

Έλα όμως που ο Γιάννης ήθελε να σπάσει πλάκα. Έτσι, εκείνη την ημέρα, κέρδιζα στο παιχνίδι. Εγώ απέναντι από δύο αγόρια. Ο Γιάννης δυσαρεστήθηκε:"Όταν θα έρθει ο μπαμπάς μου να με πάρει, θα σας δείξω την καινούρια μου μπάλα. Εσένα γιατί δεν έρχεται ποτέ ο μπαμπάς σου;"
Ήταν η ώρα να παίξω τον ρόλο μου... " Ο μπαμπάς μου δουλεύει", είπα με ψεύτικη υπερηφάνεια. 

- Ναι, τι δουλειά κάνει τότε;
- Δε σου λέω.
- Δεν ξέρεις γι'αυτό δε το λες. (τα δύο αγόρια είχαν ήδη αρχίσει να γελάνε και να μου κλωτσάνε πέτρες).
- Είναι έμπορος...
- Πως τον λένε;

Τα μάτια μου βούρκωσαν κι έτρεξα προς τη δασκάλα μου τσιρίζοντας.
Δεν ήξερα. Δεν ήξερα πως έλεγαν τον πατέρα μου. Άραβας βλέπεις, είχε περίεργο όνομα, ήξερα μόνο το παρατσούκλι του. Άλλωστε δεν ήθελα. Δεν άξιζε να ξέρω, έτσι ένιωθα. Εμπέδωσα το δύσκολο κι αδιάφορο όνομα του πατέρα μου στα 17 μου όταν ασχολήθηκα με γραφειοκρατίες.

Ο λόγος του "Γιαννάκη" με έκανε να καταλάβω, βασικά τον παππού μου, ότι το παιδί στόχευε γιατί το παιδί τα 'χε μάθει από την μαμά του. Κι επειδή η σκηνή που διαδραματίστηκε ήταν φαντασμαγορική, πέρασα από "συνέντευξη" περί πατρός πολλές φορές ακόμη εκείνη τη χρονιά. Ήταν απολαυστικό, πραγματικά το πιστεύω, για τα παιδιά να ξέρουν ότι δεν έχω μπαμπά και να βλέπουν το μικρό μου θέατρο. Ναι, τα παιδιά μπορούν να γίνουν σκληρά και είναι απόλυτη ευθύνη των γονιών τους.

Αυτό που πάντα με ταλαιπωρούσε ήταν ότι όλη η οικογένεια που εγώ ήξερα, που με αυτούς μεγάλωνα, που αυτοί με αγαπούσαν κι αυτούς νοιαζόμουν, που αυτοί μου έλειπαν, είχαν το ίδιο επώνυμο. Κι εγώ είχα δίπλα στο όνομά μου, μια άλλη, ξένη λέξη.
Θυμάμαι σαν τώρα την ημέρα που επιτέλους "έσπασα τη σιωπή μου" όταν ήμουν τεσσάρων, παρατηρώντας σχολαστικά τα αυτοκόλλητα των Στρουμφακίων στον καθρέφτη στην κουζίνα της γιαγιάς μου.

- Μαμά, γιατί με λένε Ν. ενώ εσένα Γ.;
- Γιατί έτσι λένε τον μπαμπά σου.
- Ναι αλλά και τον παππού στο επίθετο Γ. τον λένε και τη γιαγιά και το θείο και τα ξαδέρφια μου.
- Τα παιδάκια παίρνουν το επίθετο του μπαμπά τους.
- Ναι αλλά εγώ δεν έχω μπαμπά. Εγώ έχω μαμά. Θέλω να με λένε Γ.

20 χρόνια μετά με λένε ακόμα Ν.

Το άλλο σενάριο για το οποίο οι δικοί μου με είχαν δασκαλέψει και δημιούργησε επιπλοκές στη νηπιακή μου ζωή ήταν το "να μη μιλάς σε αγνώστους".
Όταν όλα τα άλλα παιδιά δασκαλεύονταν να μην παίρνουν καραμέλες, εμένα μου έλεγαν "αν σου πουν ότι είναι ο μπαμπάς σου, να τρέξεις". Η μαύρη αλήθεια ήταν πως οι παππούδες μου είχαν κάθε δίκιο να μου το λένε αυτό.
Παρ'όλα αυτά, για εμένα αυτό ήταν ένα αισιόδοξο σενάριο. Ήθελα να έρθει ένας άγνωστος κύριος, εκεί στα κάγκελα του σχολείου, όπου όλοι οι γονείς έφερναν κολατσιό και καλούδια στα παιδιά τους, να μου πει ότι είναι ο μπαμπάς μου και να μου δώσει καραμέλες.
Μια μέρα ένας κύριος καθόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο κι εμείς είχαμε διάλειμμα. Μας κοιτούσε για ώρα.
Οπότε ενεργοποιήθηκε η μεγάλη φαντασία και η μεγαλύτερη λαχτάρα μου: Ο μπαμπάς μου με αγαπούσε, ο μπαμπάς μου ήρθε, ο μπαμπάς μου με νοιάζεται, είμαι άξια του μπαμπά μου. Και ΦΥΣΙΚΑ και μοιράστηκα την φαντασίωσή μου με την καλύτερή μου φίλη:

- Βίκυ, τον βλέπεις αυτόν απέναντι;
- Είναι πολλή ώρα εκεί.
- Είναι ο μπαμπάς μου.
- Που το ξέρεις;
- Το ξέρω.
- Δεν είναι.
- Είναι.

Με συνοπτικές διαδικασίες, τον φωνάξαμε. Η αλήθεια είναι ότι κι η φίλη μου άρχισε να ενθουσιάζεται. Κακά τα ψέματα, μεγαλώσαμε με Λάμψη και Καλημέρα Ζωή.
Ήρθε και με αθώο ύφος τον ρώτησα "Είστε ο μπαμπάς μου;". Γέλασε ευγενικά. "Είμαι ο μπαμπάς του Νίκου, πάει στην πρώτη τάξη, τον ξέρετε;".
Όχι και δε μας ένοιαζε.

Φυσικά δεν μοιράστηκα αυτή την εμπειρία με τη μαμά ή με οποιονδήποτε άλλο. Ντρεπόμουν πολύ για τη χυλόπιτα, την πρώτη χυλόπιτα που έφαγα ποτέ μου. Θα έρχονταν πολλές περισσότερες αλλά ήμουν πολύ μικρή για να το αντιληφθώ.
Η μητέρα μου σποραδικά με ρωτούσε αν έχω δει κάποιον κύριο να περιμένει έξω απ'το σχολείο και κάθε φορά που ρωτούσε της απαντούσα με ενθουσιασμό "Θα 'ρθει ο μπαμπάς μου;".

Καταλαβαίνω πια πόση απογοήτευση την πότιζε η δική μου προσμονή, εκείνη να δίνει το είναι της για το πεντάχρονό της κι αυτό να περιμένει σαν τον Μεσσία, έναν άνθρωπο-φάντασμα. Είναι που ήμουν πεπεισμένη πως ο μπαμπάς μου θα ήταν μια αρσενική μαμά. Κι είχα μια γαμάτη μαμά που θα ήταν γαμάτο να την είχα επί δύο.

Τα χρόνια κύλησαν, εγώ μεγάλωσα, ήμουν πια 13 όταν τον γνώρισα. Παρά τα όσα ήξερα και συνειδητοποιούσα μέχρι εκείνη την ημέρα, υπήρχε μια μικρή, κρυφή ελπίδα. Είναι και το σύνδρομο της Ηλέκτρας... Και όχι, δεν ήταν αρσενική μαμά. Δεν ήταν καν μπαμπάς. Δεν ήταν αυτό που φανταζόμουν. Δεν ήταν αυτό που ήταν ο παππούς μου τόσα χρόνια αντί για εκείνον, ο ηθικός βράχος που με δίδασκε την ανθρωπιά.
Δεν ήταν η στωική μαμά μου που μου μάθαινε την αγάπη και τη ζωή. Δεν ήταν η πολύχρωμη γιαγιά μου με τις μεγάλες ιστορίες και τις χαρούμενες νότες.
Οι γονείς δεν γεννιούνται, οι γονείς γίνονται, κάθε μέρα περισσότερο. Τα διαζύγια, οι υπογραφές δεν είναι δικαιολογίες. 

Post a Comment

Any comments?